- φαγωμάρα
- η, Ν1. φάγωμα, γκρίνια2. φαγούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγωμός + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. τρομ-άρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαγωμάρα — η 1. φαγούρα (βλ. λ.). 2. μτφ., γκρίνια, συνεχείς καβγάδες, η διάθεση για μάλωμα (που σιγά σιγά φθείρει τις καλές σχέσεις των ανθρώπων): Έχουν φαγωμάρα τώρα τελευταία τα δύο αδέρφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… … Dictionary of Greek
ζαβλακωμάρα — η η κατάσταση τού ζαβλακωμένου, η διανοητική και σωματική κατάπτωση που προέρχεται από αρρώστια ή οινοποσία ή διανοητική και ψυχική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζαβλακωμός < ζαβλακώνω (πρβλ. στραβωμός > στραβωμάρα, φαγωμός > φαγωμάρα)] … Dictionary of Greek
φάγωμα — το, Ν [φαγώνομαι] 1. η ενέργεια τού τρώγω, βρώση 2. φθορά που οφείλεται σε τριβή ή σε διάβρωση 3. μτφ. γκρίνια, διχόνοια, φαγωμάρα … Dictionary of Greek
φαγωμός — ο, Ν [φαγώνομαι] φαγωμάρα, γκρίνια … Dictionary of Greek
φάγωμα — το, ατος 1. η λήψη τροφής, η σίτιση: Πολύ χορτάσαμε με τέτοιο φάγωμα που κάναμε. 2. διάβρωση, φθορά από τριβή ή από διαβρωτική ενέργεια: Από τις βροχές ο δρόμος έχει φαγώματα. 3. μτφ., διένεξη, λογομαχία, φαγωμάρα, γκρίνια: Απ το πρωί ως το βράδυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαγούρα — η κνησμός, φαγωμάρα, ξυσμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαγωμός — ο μάλωμα, διένεξη, γκρίνια, φαγωμάρα: Τα δυο αδέρφια έχουν φαγωμούς για τα κληρονομικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)